χωλῷ

χωλῷ
χωλάω
pres opt act 3rd sg
χωλός
lame
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χωλώ — (I) άω, Α [χωλός] είμαι ή γίνομαι χωλός, κουτσός. (II) έω, Μ [χωλός] χωλαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά («ὁ ἵππος μου ἐκ τῆς πληγῆς ἐχώλει», Διγεν. Ακρ.). (III) όω, ΜΑ [χωλός] (μέσ. και παθ.) χωλοῡμαι, όομαι είμαι χωλός, κουτσός αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • χώλωσις — ώσεως, ἡ, Α [χωλῶ, όω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωλῶ* (III) …   Dictionary of Greek

  • υποσκάζω — ΜΑ κουτσαίνω λίγο αρχ. παροιμ. «εἰ χωλῷ παροικήσεις, ὑποσκάζειν μαθήσει» δηλώνει ότι συχνά η πρόσκτηση ορισμένων, συνήθως αρνητικών, συνηθειών οφείλεται στις κακές συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάζω «χωλαίνω, κουτσαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • χωλούμαι — όομαι, ΜΑ βλ. χωλῶ (III) …   Dictionary of Greek

  • χόνδρωσις — ώσεως, ἡ, Α ερεθισμός τών μαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κατάλ. σις μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χονδρῶ, όω (πρβλ. χώλω σις)] …   Dictionary of Greek

  • χώλωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ [χωλῶ, όω] χωλότητα μσν. μτφ. ηθική αδυναμία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”